- ζωότοκος
- ζωότοκ-ος, ον, opp. ᾠοτόκος, Id.HA489a34, al., Ph.1.502; [βόες]A bringing forth live calves, Theoc.25.125.2 life-giving, Nonn.D. 26.191, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζῳοτόκος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτόκος — ο (Α ζωοτόκος, ον) αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα («τὰ μὲν ζωοτόκα, τὰ δὲ ᾠοτόκα», Αριστοτ.) αρχ. ζωοδότης, ζωοπάροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την κοινή σημ. < ζω(ο) (ΙΙ)*, ενώ με την αρχ. < ζω(ο) (Ι)* + τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος,… … Dictionary of Greek
ζωοτόκος, -ος — ο αυτός που δε γεννά αβγά, αλλά άρτια όντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζῳοτόκον — ζῳοτόκος masc/fem acc sg ζῳοτόκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωιοτόκων — ζῳοτόκος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτόκοιο — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτόκου — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτόκων — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτόκῳ — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοτόκα — ζῳοτόκος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοτόκοι — ζῳοτόκος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)